ορνεοθυσία

ορνεοθυσία
ὀρνεοθυσία, ἡ (ΑΜ)
η θυσία πτηνών με σκοπό την συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θυσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀρνεοθυσίαν — ὀρνεοθυσίᾱν , ὀρνεοθυσία sacrifice of birds fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”